ξόδιασμα

ξόδιασμα
το см. ξόδεμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξόδιασμα" в других словарях:

  • ξόδιασμα — το βλ. εξόδιασμα …   Dictionary of Greek

  • ξόδιασμα — το, ατος βλ. ξόδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοδίασμα — και ξόδιασμα, το [εξοδιάζω] δαπάνη …   Dictionary of Greek

  • ξόδεμα — ξόδεμα, το και ξόδιασμα, το, ατος και ξοδεμός, ο και ξόδεψη, η δαπάνη, διάθεση χρημάτων, σπατάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»