ξόδιασμα
Смотреть что такое "ξόδιασμα" в других словарях:
ξόδιασμα — το βλ. εξόδιασμα … Dictionary of Greek
ξόδιασμα — το, ατος βλ. ξόδεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοδίασμα — και ξόδιασμα, το [εξοδιάζω] δαπάνη … Dictionary of Greek
ξόδεμα — ξόδεμα, το και ξόδιασμα, το, ατος και ξοδεμός, ο και ξόδεψη, η δαπάνη, διάθεση χρημάτων, σπατάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)